- σαγονιά
- η1) челюсть с зубами; 2) укус; 3) удар челюстью или по челюсти; 4) перен. раздутый счёт;
βαράω σαγονιές — бить по карману;
έφαγε σαγονιά — ему это дорого обошлось
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαράω σαγονιές — бить по карману;
έφαγε σαγονιά — ему это дорого обошлось
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαγονιά — η, Ν 1. η σιαγόνα με τα δόντια που υπάρχουν σε αυτήν 2. δάγκωμα με τις σιαγόνες 3. μτφ. απαίτηση πληρωμής υπέρογκου ποσού («έφαγε σαγονιά» πλήρωσε περισσότερα από όσα έπρεπε). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγόνι + κατάλ. ιά (πρβλ. αγκων ιά)] … Dictionary of Greek
σαγονιά — η 1. σιαγόνα μαζί με τα δόντια. 2. δάγκωμα με τις σιαγόνες ή χτύπημα σ αυτές: Του δωσε μια σαγονιά. 3. μτφ., πληρωμή υπέρογκου ποσού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουκανίδες — (lucanidae). Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων, που αριθμεί περισσότερα από 1.050 είδη. Τα έντομα αυτά είναι τα μεγαλύτερα κολεόπτερα και απαντούν σε αφθονία στις υποτροπικές περιοχές. Έχουν μεγάλα σαγόνια, που μερικές φορές το μέγεθός τους είναι το … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
σαγόνι — το ιού 1. σιαγόνα: Στράβωσε το σαγόνι του. – Στα σαγόνια του καρχαρία. – Χτυπούν τα σαγόνια του από το κρύο. 2. μτφ., σκέλος λαβίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Προκρούστης — (procrustes). Είδος κολεόπτερου, νυχτόβιου και αδηφάγου, με μαύρο χρώμα. Ανήκει στην οικογένεια των καραβιδών και ζει κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Ο π. αναζητάει την τροφή του τη νύχτα, κυρίως στα αμπέλια, όπου εξοντώνει τα σαλιγκάρια. Οι … Dictionary of Greek
άγναθος — η, ο [γνάθος] αυτός που δεν έχει γνάθους, σαγόνια … Dictionary of Greek
αγελαδόπονος — και γελαδόπονος, ο πόνος που παρουσιάζεται στα χείλη, τα σαγόνια ή άλλο μέρος τού προσώπου εκείνου, ο οποίος φυσάει με το στόμα του για να γδάρει σφαγμένη αγελάδα που προσβλήθηκε από χαμοδράκι ο πόνος αυτός προκαλεί φλύκταινα (φουσκάλα), που… … Dictionary of Greek
αινογένειος — αἰνογένειος, ον (Α) αυτός που έχει τρομερά σαγόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γένειος < γένειον «το πιγούνι» < γένος] … Dictionary of Greek
αλεπού τής θάλασσας — Σκυλόψαρο της οικογένειας των ισουριδών ή λαμνιδών, της υπόταξης των γαλεοειδών (υφομοταξία σελάχιοι). Έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένο τον επάνω λοβό του ουραίου πτερύγιου. Το συνολικό του μήκος είναι κατά μέσο όρο 2,5 μ., μπορεί όμως να φτάσει και… … Dictionary of Greek
αμμόφιλος — (ammophila). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σφηκιδών. Ζουν σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό, με σκούρο κόκκινο χρώμα. Έχουν μακριά σαγόνια με το κάτω χείλος να προεξέχει. Ο κοιλιακός τους… … Dictionary of Greek